- προσεπαίρω
- Α [ἐπαίρω, -ομαι]1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.)2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος3. παθ. προσεπαίρομαιμτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς ξυμμαχίας τῆς Σκυθικῆς», Αρρ.).
Dictionary of Greek. 2013.